- κρυψίπτερος
- κρυψίπτερος, -ον (Μ)αυτός που έχει κρυμμένα, καλυμμένα τα φτερά του.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτ[ο]-) + -πτερος (< πτερόν), πρβλ. ερασί-πτερος, τανυσί-πτερος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρυπτ(ο)- — (AM κρυπτ[ο] , Α και κρυψι ) πρώτο συνθετικό λέξεων τής Ελληνικής το οποίο έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό γίνεται, είναι ή κάνει κάτι κρυφά, με μυστικό τρόπο (πρβλ. κρυπτογενής, κρυψίνους). Το κρυπτ(ο) ανάγεται στο επίθ … Dictionary of Greek